- σακχάρινος
- -η, -ο, Νκατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαρένιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρη + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος). Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν Νεοελληνικής Διαλέκτου τού Σκ. Δ. Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek